Λυκαίου

Λυκαίου
Λύκαιον
Lycaean
neut gen sg
Λυκαί̱ου , Λυκαῖος
Lycaean
masc/neut gen sg
Λυκαῖος
Lycaean
masc/neut gen sg
Λυκαῖος
Lycaean
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λύκαια — Γιορτή στην Αρκαδία κατά την αρχαιότητα. Την τελούσαν οι Αρκάδες στο όρος Λύκαιο, για να τιμήσουν αρχικά τον Αρκάδα θεό Πάνα και αργότερα τον Λύκαιο Δία. Ιδρυτής της θεωρείτο ο βασιλιάς Λυκάων. Αρχικά, στη γιορτή αυτή ένας άντρας υποτίθεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • Λύκαιον — Λύκαιον, τὸ (Α) [λύκος] 1. ονομασία όρους στην Αρκαδία, σήμερα κν. Διαφόρτι 2. ναός τού Λυκαίου Διός στο Λύκαιον όρος …   Dictionary of Greek

  • μαρίνα — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Πισιδίας και ήταν κόρη του εθνικού ιερέα Αιδεσία. Φημιζόταν για τη μόρφωση και την αρετή της. Ασπάστηκε μυστικά τον χριστιανισμό σε πολύ νεαρή ηλικία, αλλά αποκαλύφτηκε επειδή… …   Dictionary of Greek

  • Αγνώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη της Αρκαδίας που, μαζί με άλλες δύο νύμφες, τη Θεισόα και τη Νέδα, έθρεψε τον Δία στην κορυφή του Λυκαίου όρους. Στο ιερό του Δία, που βρισκόταν σε αυτό το βουνό, υπήρχε μια πηγή που την έλεγαν Α., και η οποία είχε την… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Καρυές — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 106 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Λυκαίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγαλόπολης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 830… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ίσωμα Καρυών — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 μ., 115 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλόπολης του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Λυκαίου όρους, 41 χλμ. ΝΔ της Τριπόλεως. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγαλόπολης …   Dictionary of Greek

  • Καρίταινα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 271 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 54 χλμ. Δ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα του δήμου Γόρτυνος. Ιστορία. Η ονομασία της Κ. αναφέρεται ως οικισμός στα… …   Dictionary of Greek

  • Κοινόν — Πολιτειακές ενώσεις στην αρχαία Ελλάδα. Αυτές αποτελούνταν αρχικά από πολλές πόλεις της ίδιας φυλής ή, αργότερα, και από ξένες πόλεις, που η καθεμία διατηρούσε συνήθως την αυτονομία της, είχε τη δική της νομοθεσία, έκοβε δικά της νομίσματα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Λυκόσουρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 94 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Μεσσηνίας, 49 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγαλοπόλεως.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”